- ὑπεισιέναι
- ὑπό-εἴσειμιenterpres inf actὑπό-εἰσίημιsendintopres inf act (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπείσειμι — ΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά 2. διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα 3. επέρχομαι βαθμιαία ή ανεπαίσθητα («ὑπεισιέναι τι κἀμοὶ δάκρυον», Γρηγ. Ναζ.) 4. (για σκέψη) έρχομαι στον νου κάποιου («ὑπεισῄει δὲ με παραβολή», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + … Dictionary of Greek